- εντειχίδιος
- ἐντειχίδιος, -ον (Α)αυτός που βρίσκεται μέσα στο τείχος («ἐντειχίδιοι ἐκάθηντο», Λουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐντειχίδιον — ἐντειχίδιος masc/fem acc sg ἐντειχίδιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντειχίδιοι — ἐντειχίδιος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)